- κόρῳ
- κόρος 1satietymasc dat sgκόρος 2boymasc dat sgκόρος 3besommasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορῶ — κορέω satiate pres subj act 1st sg (attic epic doric) κορέω satiate pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρω — κόρος 1 satiety masc nom/voc/acc dual κόρος 1 satiety masc gen sg (doric aeolic) κόρος 2 boy masc nom/voc/acc dual κόρος 2 boy masc gen sg (doric aeolic) κόρος 3 besom masc nom/voc/acc dual κόρος 3 besom masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρωι — κόρῳ , κόρος 1 satiety masc dat sg κόρῳ , κόρος 2 boy masc dat sg κόρῳ , κόρος 3 besom masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногопитаньѥ — МЪНОГОПИТАНЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Невоздержанность в пище, обжорство: аще пакы Сократъ, хранитисѧ зѣло и презирати многопитаньѥ ѹча. гл҃ть: не алъчющiмъ зѣло не ѣсти. ни жажющимъ много не пити. (τὴν ἀκρασίαν) ГА ХIII–XIV, 150в; Не ѡбѹчаи рабъ своихъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… … Dictionary of Greek
ιεροκόρος — ἱεροκόρος, ὁ (Α) ο νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόρος (< κορώ «καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] … Dictionary of Greek
μυλοκόρος — ο (Α μυλοκόρος) αυτός που καθαρίζει τον μύλο ή την μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος (< κορῶ «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος, σηκο κόρος] … Dictionary of Greek
παρακορώ — έω, Α σαρώνω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κορῶ «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
πυρκόρος — ὁ, Α πιθ. αυτός που επιμελείται τη διατήρηση τής φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κόρος (< κορῶ [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος] … Dictionary of Greek
albho- (*hele-bho-) — albho (*hele bho ) English meaning: “white” Deutsche Übersetzung: “weiß” Note: Root albho (*helba ): “white” derived from Root el 1, ol , el : red, brown (in names of trees and animals) extended in kʷho , bho formants. see Lat.… … Proto-Indo-European etymological dictionary